- αεράγημα
- το воздушный десант
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αεράγημα — το αεροκίνητο συγκρότημα, το οποίο περιλαμβάνει τμήματα αλεξιπτωτιστών και στοιχεία από όλα τα όπλα, που μεταφέρονται με αεροπλάνα, ανεμόπτερα ή ελικόπτερα … Dictionary of Greek
αεράγημα — το, ατος τμήμα στρατού που μεταφέρεται σ έναν τόπο με αεροπλάνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek